- μοργανισμός
- οβλ. μοργκανισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοργκανισμός — και μοργανισμός, ο βιολ. οι θεωρίες για την εξήγηση τών φαινομένων τής κληρονομικότητας και οι νόμοι που διατυπώθηκαν από τον Αμερικανό βιολόγο Θ. Χάντ Μόργκαν και κατά τους οποίους οι κληρονομικοί παράγοντες ή οι γόνοι είναι εντοπισμένοι στα… … Dictionary of Greek